- δυσχλαινια
- δυσχλαινίαδυσ-χλαινίαἥ тж. pl. плохая одежда, рубище Eur.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δυσχλαινία — δυσχλαινία, η (Α) φτωχική ενδυμασία … Dictionary of Greek
δυσχλαινίας — δυσχλαινίᾱς , δυσχλαινία mean fem acc pl δυσχλαινίᾱς , δυσχλαινία mean fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσχλαινίαι — δυσχλαινία mean fem nom/voc pl δυσχλαινίᾱͅ , δυσχλαινία mean fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακομορφία — η (Α κακομορφία) [κακόμορφος] (το αρχ. ως σχόλ. στη λ. δυσχλαινία τού Ευρ.) κακή μορφή, δυσμορφία, ασχήμια … Dictionary of Greek